- τέμνω
- (I)ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.)2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει από Βορρά προς Νότο τη χώρα» β. «ῥέει... ὁ Νεῑλος, καὶ μέσην τάμνει Λιβύην», Ηρόδ.)3. (σε συνεκφορά με τη λ. οδός) ανοίγω χερσαίο δρόμο («ὁδοὺς εὐθείας ἔταμε», Θουκ.)4. διέρχομαι («διὰ μέσου... αἰθέρος τέμνων κέλευθον», Αριστοφ.)νεοελλ.1. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η τέμνουσαμαθημ. α) (στη γεωμετρία) κάθε ευθεία που τέμνει καμπύλη ή επιφάνεια σε ένα τουλάχιστον σημείοβ) (στην τριγωνομετρία) ένας από τους έξι τριγωνομετρικούς αριθμούς μιας γωνίας2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η τετμημένημαθημ. η πρώτη από τις τρεις καρτεσιανές συντεταγμένες ενός σημείου στον χώρο3. φρ. «έταμε νέους δρόμους»μτφ. εισήγαγε νέες μεθόδους, έκανε καινοτομίεςαρχ.1. τραυματίζω, ακρωτηριάζω2. (για χειρουργό) εξάγω με τομή ή αποκόπτω, εκκόπτω («ἔνθα μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῡ τάμνε μαχαίρῃ ὀξὺ βέλος περιπευκές», Ομ. Ιλ.)3. απόλ. κάνω εγχείρηση, σε αντιδιαστολή προς το καυτηριάζω («οἱ ἰατροὶ τέμνουσι καὶ καίουσι ἐπ' ἀγαθῷ», Ξεν.)4. ευνουχίζω5. (σχετικά με ζώο) κατακομματιάζω, λειανίζω6. σφάζω, θυσιάζω7. κόβω και μαζεύω χόρτα και λαχανικά8. ισχναίνω, αραιώνω («διὰ τῆς δριμυφαγίας εἰ καὶ τὸ πάχος τέμνοιτο τοῡ γάλακτος», Σωρ.)9. αποκόπτω, αποχωρίζω («ἧς λαιμοὺς τεμών», Αριστοφ.)10. (σχετικά με φυτά) α) κλαδεύωβ) κόβω από τη ρίζα, ξεριζώνω11. αρπάζω12. (σχετικά με δένδρα ή ξύλα) κόβοντας ρίχνω κάτω, υλοτομώ13. (σε συνεκφορά με τη λ. λίθος) λατομώ («τὸν δὲ λίθον ἔτεμνον ὑπὸ τῆς νῆσου κύκλῳ τῆς ἐν μέσῳ», Πλάτ.)14. (σε συνεκφορά με τη λ. μέταλλον) ανοίγω μεταλλείο15. δίνω σε κάτι σχήμα με πελέκημα16. (σχετικά με χώρα) καταστρέφω, λεηλατώ («τήν τε γῆν αὐτῶν ἔταμνον», Ηρόδ.)17. (σε συνεκφορά με τη λ. γῆ ή ἄρουρα) οργώνω18. ανοίγω θαλάσσιο δρόμο19. (γενικά) ανοίγω20. απόλ. βαδίζω21. (για πλοίο) διασχίζω τη θάλασσα22. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα23. συντέμνω («ἐπ' ἀμφότερα μαχᾱν τέμνειν τέλος», Πίνδ.)24. μτφ. α) αντλώβ) χωρίζω λογικά, διαιρώ25. μέσ. τέμνομαικόβω ξύλα για να οικοδομήσω26. παθ. α) υποβάλλομαι σε εγχείρησηβ) καταστρέφομαι, ερημώνομαι27. φρ. α) «τέμνω ὅρκια [ή σπονδάς]» — θυσιάζω για την επικύρωση όρκου ή συνθήκης Όμ.β) «φάρμακον τέμνω» — κόβω βότανο για την παρασκευή φαρμάκου ή για την τέλεση μαγείας (Πλάτ.)γ) «τέμνω δίχα» — χωρίζω στα δύο (Πλάτ.)δ) «πόρον [ή ἄκος] τέμνω» — βρίσκω μέσο ή τρόπο θεραπείας (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέμ-νω (με ενεστ. έρρινο επίθημα -νω, πρβλ. δάκ-νω, κάμ-νω), κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στη μονοσύλλαβη μορφή τεμ- τής δισύλλαβης ρίζας τεμᾱ- και συνδέεται με το ιρλδ. tamnaid «χωρίζει» και το λιθουαν. tinu, tinti «σφυροκοπώ». Πολύ αμφίβολη είναι η σύνδεση τού ρ. με το λατ. temno «περιφρονώ». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τομ- τής μονοσύλλαβης μορφής τής ρίζας ανάγονται τα παράγωγα τομή, τόμος, ενώ στη δισύλλαβη μορφή τής ρίζας, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν ο παθ. αόρ. ἐ-τμή-θην (πρβλ. και τμᾱ-θείς), οι παρακμ. τέ-τμη-κα και τέ-τμη-μαι, το ρημ. επίθ. τμη-τός (πρβλ. και νεό-τμᾱτος), τα ουσ. τμή-μα (πρβλ. και τμᾶ-μα), τμῆ-σις και το ρ. τμή-γω* (με ουρανικό επίθημα). Στη δισύλλαβη επίσης μορφή τής ρίζας με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν ανάγεται το ουσ. τέμα-χος, με ουρανικό επίθημα -χος (πρβλ. στέλε-χος). Προβλήματα ωστόσο γεννά, σχετικά με τη μορφή τής δισύλλαβης ρίζας, ο σχηματισμός τού ουσ. τέμε-νος* («τέμενοςπᾶς ὁ μεμερισμένος τόπος τινὶ εἰς τιμήν...» Ησύχ.). Ο τ. αυτός οδήγησε ορισμένους να θεωρήσουν ότι η μορφή τής δισύλλαβης ρίζας είναι τεμη-, άποψη όμως που δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει το μακρό -ᾱ- τών τ. τμᾱθείς, τμᾶμα, νεότμᾱτος όπως επίσης και το -ă- τού τέμαχος. Αν δεχθεί κανείς, τελικά, δισύλλαβη ρίζα τεμᾱ-, τότε η λ. τέμε-νος θα μπορούσε να αναχθεί σε αμάρτυρο τ. *τέμă-νος, απ' όπου με αφομοίωση τού -ă- σε -ε- ο τ. τέμενος (βλ. και λ. τέμενος). Διχογνωμία επίσης υπάρχει σχετικά με την αρχαιότητα τών τ. τού ενεστώτα τέμνω, που χρησιμοποιείται στην αττ. διάλεκτο, και τάμνω (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης μορφής της ρίζας), που χρησιμοποιείται στη δωρ. και ιων. διάλεκτο. Ανάλογο πρόβλημα προκύπτει και για τους αντίστοιχους τ. αορ. β' ἔτεμον και ἔταμον. Με το ρ. τέμνω, τέλος, συνδέονται οι λ. ταμία(ς), τάμισος και πιθ. το ρ. τένδω (βλ. και λ. τέμπλο).ΠΑΡ. τέμαχος, τμήμα, τμήση, τμητός, τομή, τόμοςαρχ.τμητήςαρχ.-μσν.τμητήρ.ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) ανατέμνω, διατέμνω, εκτέμνω, εντέμνω, κατατέμνω, περιτέμνω, συντέμνωαρχ.αμφιτέμνω, αντιτέμνω, επιτέμνω, παρατέμνω, προστέμνω, προτέμνω, υποτέμνωνεοελλ.λοξοτέμνω].————————(II)Α(κατά τον Ησύχ.) «τέμνονταἀμέλγοντα».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθανότατα για παρεφθαρμένο τ. Η σύνδεση της λ. με τον αρχ. ινδ. τ. cāmati «ρουφώ» δεν φαίνεται πιθανή. Δεν φαίνεται επίσης πιθανή και η άποψη ότι πρόκειται για ιδιαίτερη σημασιολογική εξέλιξη τού ρ. τέμνω (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.